- μονόδραχμος
- -η, -ο (Α μονόδραχμος, -ον)αυτός που έχει αξία μιας δραχμήςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μονόδραχμονόμισμα μιας δραχμής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -δραχμος (< δραχμή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοδραχμία — μονοδραχμία, ἡ (Α) [μονόδραχμος] φόρος μιας δραχμής … Dictionary of Greek